μεμονωμένος
[memonoˈmenos], μεμονωμένη, μεμονωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vereinzeltμεμονωμένος ειδικός, ξεχωριστόςμεμονωμένος ειδικός, ξεχωριστός
exemples
- μεμονωμένο άτομοουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinzelpersonθηλυκό | Femininum, weiblich f