μάρτυς
[ˈmartis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f <-υρος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich mμάρτυς νομικός όρος | RechtswesenνομZeuginθηλυκό | Femininum, weiblich fμάρτυς νομικός όρος | Rechtswesenνομμάρτυς νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
- αυτόπτης μάρτυςAugenzeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich mAugenzeuginθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μάρτυς υπερασπίσεωςEntlastungszeugeαρσενικό | Maskulinum, männlich mEntlastungszeuginθηλυκό | Femininum, weiblich f