Zeuge
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- μάρτυραςMaskulinum, männlich | αρσενικό mZeugeZeuge
- μάρτυ(ρα)ςMaskulinum, männlich | αρσενικό mZeuge Rechtswesen | νομικός όροςJURZeuge Rechtswesen | νομικός όροςJUR