„λιτός“ λιτός [liˈtos], λιτή, λιτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schlicht, einfach, genügsam schlicht, einfach λιτός απαλλαγμένος από στολίδια λιτός απαλλαγμένος από στολίδια genügsam λιτός χωρίς περιττές πολυτέλειες λιτός χωρίς περιττές πολυτέλειες exemples λιτή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f einfaches Lebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n λιτή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f