„λεπτό“: ουδέτερο λεπτό [lepˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Minute, Moment Minuteθηλυκό | Femininum, weiblich f λεπτό λεπτό Momentαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεπτό στιγμή λεπτό στιγμή exemples ένα λεπτό! einen Moment! ένα λεπτό! σε λίγα μόνο λεπτά in Minutenschnelle σε λίγα μόνο λεπτά είναι μόνο 10 λεπτά με το αυτοκίνητο es ist nur 10 Autominuten είναι μόνο 10 λεπτά με το αυτοκίνητο λεπτό ποινής Strafminuteθηλυκό | Femininum, weiblich f λεπτό ποινής λεπτό σιωπής Schweigeminuteθηλυκό | Femininum, weiblich f λεπτό σιωπής masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
„λεπτό“: ουδέτερο λεπτό [lepˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Cent Centαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεπτό κέρμα λεπτό κέρμα exemples λεπτό του ευρώ Eurocentαρσενικό | Maskulinum, männlich m λεπτό του ευρώ