λειώνω
[ˈʎono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schmelzen, einschmelzenλειώνω ρευστοποιώ πάγο, σίδερο, χρυσό, ασήμιλειώνω ρευστοποιώ πάγο, σίδερο, χρυσό, ασήμι
- λειώνω
- zerlassenλειώνω βούτυρολειώνω βούτυρο
- zerquetschenλειώνω συνθλίβωλειώνω συνθλίβω
- abnutzenλειώνω φθείρω ρούχαλειώνω φθείρω ρούχα
λειώνω
[ˈʎono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)