„κόβομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα κόβομαι [ˈkovome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <κόπηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) durchreißen, abreißen, sich lösen, sich abtrennen, vergehen ausfallen, gerinnen, sich schneiden sich (zer)schneiden κόβομαι κόβομαι durchreißen, abreißen κόβομαι σχίζομαι κόβομαι σχίζομαι sich lösen, sich abtrennen κόβομαι χωρίζομαι κόβομαι χωρίζομαι ausfallen κόβομαι ρεύμα κόβομαι ρεύμα vergehen κόβομαι όρεξη, γέλιο κόβομαι όρεξη, γέλιο gerinnen κόβομαι γάλα κόβομαι γάλα