κυβερνήτης
[kjiverˈnitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Regierende(r)αρσενικό | Maskulinum, männlich mκυβερνήτηςκυβερνήτης
- Kapitänαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυβερνήτης ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπκυβερνήτης ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ