Kapitän
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πλοίαρχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKapitän Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFκαπετάνιοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKapitän Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFKapitän Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF
- κυβερνήτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (αεροσκάφους)Kapitän Luftfahrt | αεροπορίαFLUGKapitän Luftfahrt | αεροπορίαFLUG
exemples
- Kapitän der Landstraße umgangssprachlich | οικείοumg Lkw-Fahrerιππότης της ασφάλτου