κρεμώδης
[kreˈmodis], κρεμώδης, κρεμώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- κρεμώδης σούπαθηλυκό | Femininum, weiblich f από σπαράγγια γαστρονομία | Kochkunst, GastronomieγαστρSpargelcremesuppeθηλυκό | Femininum, weiblich f