„κοφτερός“ κοφτερός [kofteˈros], κοφτερή, κοφτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) scharf scharf κοφτερός μαχαίρι, μυαλό, αντίληψη κοφτερός μαχαίρι, μυαλό, αντίληψη exemples κοφτερός σαν λεπίδι messerscharf κοφτερός σαν λεπίδι