„κουρέλι“: ουδέτερο κουρέλι [kuˈreli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lumpen, Lappen, Fetzen Lumpenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουρέλι Lappenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουρέλι Fetzenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κουρέλι κουρέλι exemples κάνω κάποιον κουρέλι οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden zur Schnecke machen κάνω κάποιον κουρέλι οικείο | umgangssprachlichοικ