κομματιάζω
[komaˈtjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- in Stücke schneidenκομματιάζωκομματιάζω
- zerstückeln, zertrümmernκομματιάζω σε πολλά κομμάτιακομματιάζω σε πολλά κομμάτια
- zerkleinernκομματιάζω μικραίνωκομματιάζω μικραίνω