κομμάτι
[koˈmati]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κομμάτι μουσ
- Partαρσενικό | Maskulinum, männlich mκομμάτι θέατρο | Theaterθεατ μουσκομμάτι θέατρο | Theaterθεατ μουσ