κλείσιμο
[ˈklisimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schließenουδέτερο | Neutrum, sächlich nκλείσιμοSchließungθηλυκό | Femininum, weiblich fκλείσιμοκλείσιμο
- Absperrungθηλυκό | Femininum, weiblich fκλείσιμο δρόμουκλείσιμο δρόμου
exemples
- κλείσιμο επιχείρησηςGeschäftsaufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fGeschäftsauflösungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κλείσιμο θυρίδαςSchalterschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m