„κατοχύρωση“: θηλυκό κατοχύρωση [katoˈçirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Festigung, Sicherung, Sicherstellung Festigungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατοχύρωση δικαιωμάτων κατοχύρωση δικαιωμάτων Sicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατοχύρωση εξασφάλιση Sicherstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατοχύρωση εξασφάλιση κατοχύρωση εξασφάλιση