καταφύγιο
[kataˈfijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unterschlupfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταφύγιοZufluchtθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταφύγιοκαταφύγιο
- Zufluchtsortαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταφύγιο τόποςκαταφύγιο τόπος
- Bunkerαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαταφύγιο υπόγειος χώροςκαταφύγιο υπόγειος χώρος
- Einkehrθηλυκό | Femininum, weiblich fκαταφύγιο θεολογικόςκαταφύγιο θεολογικός
exemples
- ορεινό καταφύγιοBerghütteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καταφύγιο από αεροπορικές επιθέσειςLuftschutzbunkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καταφύγιο γυναικώνFrauenhausαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples