„κατάληξη“: θηλυκό κατάληξη [kaˈtaliksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausgang, Ende, Endung Ausgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m κατάληξη έκβαση Endeουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατάληξη έκβαση κατάληξη έκβαση Endungθηλυκό | Femininum, weiblich f κατάληξη γραμματική | Grammatikγραμμ κατάληξη γραμματική | Grammatikγραμμ