καρποφόρος
[karpoˈforos], καρποφόρα, καρποφόροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- fruchtbar, fruchtbringendκαρποφόρος εύφοροςκαρποφόρος εύφορος
- ertragreich, einträglich, rentabelκαρποφόρος επικερδήςκαρποφόρος επικερδής
exemples
- καρποφόρο δέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich nObstbaumαρσενικό | Maskulinum, männlich m