fruchtbar
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εύφοροςfruchtbar Bodenfruchtbar Boden
- γόνιμοςfruchtbar Biologie | βιολογίαBIOLauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigfruchtbar Biologie | βιολογίαBIOLauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- παραγωγικός, γόνιμοςfruchtbar ertragreichfruchtbar ertragreich