καλεσμένος
[kalezˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καλεσμένη, καλεσμένοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- eingeladenκαλεσμένοςκαλεσμένος
καλεσμένος
[kalezˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gastαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαλεσμένοςκαλεσμένος
exemples
- καλεσμένος γάμουHochzeitsgastαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καλεσμένος σε talk showTalkgastαρσενικό | Maskulinum, männlich m