διάσημος
[ðiˈasimos], διάσημη, διάσημοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- διάσημη σεφθηλυκό | Femininum, weiblich fStarköchinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διάσημος καλεσμένοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mStargastαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διάσημος σεφαρσενικό | Maskulinum, männlich mStarkochαρσενικό | Maskulinum, männlich m