„θυμός“: αρσενικό θυμός [θiˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zorn, Wut, Ärger Zornαρσενικό | Maskulinum, männlich m θυμός Wutθηλυκό | Femininum, weiblich f θυμός Ärgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m θυμός θυμός exemples κοκκινίζω από το θυμό μου οικείο | umgangssprachlichοικ sich grün und blau ärgern κοκκινίζω από το θυμό μου οικείο | umgangssprachlichοικ