θρεπτικός
[θreptiˈkos], θρεπτική, θρεπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- nahrhaft, Nähr-, gehaltvollθρεπτικόςθρεπτικός
exemples
- θρεπτικά συστατικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplAufbaustoffeπληθυντικός | Plural pl
-
- θρεπτική ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fNährstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples