„Nährboden“: Maskulinum, männlich NährbodenMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) θρεπτικό υπόστρωμα, πρόσφορο έδαφος θρεπτικό υπόστρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Nährboden für Bakterien Nährboden für Bakterien πρόσφορο έδαφοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Nährboden in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Nährboden in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig