„θολούρα“: θηλυκό θολούρα [θoˈlura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Trübheit, Beschlag Trübheitθηλυκό | Femininum, weiblich f θολούρα θολούρα Beschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m θολούρα γυαλί θολούρα γυαλί