„ημεραλωπία“: θηλυκό ημεραλωπία [imeraloˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Nachtblindheit Nachtblindheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ημεραλωπία ημεραλωπία exemples πάσχω από ημεραλωπία ich bin nachtblind πάσχω από ημεραλωπία