ηλεκτρικός
[ilektriˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ηλεκτρική, ηλεκτρικόVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- elektrisch, Elektro-ηλεκτρικόςηλεκτρικός
- spannungsgeladen, elektrischηλεκτρικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφηλεκτρικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- ηλεκτρικά είδηπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplElektrogeräteπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- ηλεκτρική γεννήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fLichtmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηλεκτρική επιτραπέζια πλάκαθηλυκό | Femininum, weiblich fWärmeplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
ηλεκτρικός
[ilektriˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)