ρεύμα
[ˈrevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Stromαρσενικό | Maskulinum, männlich mρεύμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ ομαδική τάση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρεύμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ ομαδική τάση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Strömungθηλυκό | Femininum, weiblich fρεύμα ποταμού, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφρεύμα ποταμού, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- (Luft-)Zugαρσενικό | Maskulinum, männlich mρεύμα αέραρεύμα αέρα
exemples
- εναλλασσόμενο ρεύμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρWechselstromαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάνει ρεύμαes zieht
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples