εφευρετικός
[efevretiˈkos], εφευρετική, εφευρετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erfinderischεφευρετικόςεφευρετικός
exemples
- εφευρετική ιδιοφυΐαθηλυκό | Femininum, weiblich fErfindergeistαρσενικό | Maskulinum, männlich m