ιδιοφυΐα
[iðiofiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Begabungθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοφυΐα ιδιότηταTalentουδέτερο | Neutrum, sächlich nιδιοφυΐα ιδιότηταGenialitätθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοφυΐα ιδιότηταιδιοφυΐα ιδιότητα
- Genieουδέτερο | Neutrum, sächlich nιδιοφυΐα άνθρωποςιδιοφυΐα άνθρωπος