επιτραπέζιος
[epitraˈpezios], επιτραπέζια, επιτραπέζιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- επιτραπέζια σχάραθηλυκό | Femininum, weiblich f ψησίματοςTischgrillαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- επιτραπέζιο ποδόσφαιροουδέτερο | Neutrum, sächlich nTischfußballουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples