καμινέτο
[kamiˈneto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spirituskocherαρσενικό | Maskulinum, männlich mκαμινέτοκαμινέτο
- Lötlampeθηλυκό | Femininum, weiblich fκαμινέτο οξυγονοκόλλησηκαμινέτο οξυγονοκόλληση