„επιβουλεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα επιβουλεύομαι [epivuˈlevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) es abgesehen haben auf es abgesehen haben auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk επιβουλεύομαι επιβουλεύομαι exemples επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου jemandem nach dem Leben trachten επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου