ενημερώνω
[enimeˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- in Kenntnis setzen, informieren (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ενημερώνωενημερώνω
- aktualisierenενημερώνω εγκυκλοπαίδεια, λεξικόενημερώνω εγκυκλοπαίδεια, λεξικό