ενεργώ
[enerˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ενεργώ κάνω
- sich bemühen, sich engagierenενεργώ προσπαθώενεργώ προσπαθώ
- wirkenενεργώ φάρμακοενεργώ φάρμακο
exemples
- ενεργώ δικαστικώς εναντίονgerichtlich vorgehen gegen
ενεργώ
[enerˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- durchführenενεργώ εκτελώ, διεξάγωενεργώ εκτελώ, διεξάγω