εμπόδιο
[emˈboðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hindernisουδέτερο | Neutrum, sächlich nεμπόδιοHürdeθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπόδιοBarriereθηλυκό | Femininum, weiblich fεμπόδιοεμπόδιο
exemples
- Hürdenlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m