ελαστικός
[elastiˈkos], ελαστική, ελαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ελαστικός
- ελαστικός ευκίνητος
- Gummi-ελαστικός από ελαστικόελαστικός από ελαστικό
- flexibelελαστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφελαστικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- ελαστική ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fStretchbundαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- Stretchhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples