εβδομαδιαίος
[evðomaðiˈeos], εβδομαδιαία, εβδομαδιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- wöchentlichεβδομαδιαίος κάθε εβδομάδαεβδομαδιαίος κάθε εβδομάδα
- einwöchigεβδομαδιαίος διάρκειας μιας εβδομάδαςεβδομαδιαίος διάρκειας μιας εβδομάδας
exemples
- εβδομαδιαίος μισθόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mWochenlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εβδομαδιαία αναφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fWochenberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εβδομαδιαία εφημερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fWochenzeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples