„δισταγμός“: αρσενικό δισταγμός [ðistaɣˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zögern, Bedenken, Hemmungen Zögernουδέτερο | Neutrum, sächlich n δισταγμός Bedenkenπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl δισταγμός δισταγμός Hemmungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl δισταγμός ενδοιασμοί δισταγμός ενδοιασμοί