διδακτικός
[ðiðaktiˈkos], διδακτική, διδακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- didaktischδιδακτικός που σχετίζεται με τη διδασκαλίαδιδακτικός που σχετίζεται με τη διδασκαλία
- lehrreichδιδακτικός που διδάσκειδιδακτικός που διδάσκει
- Lehr-διδακτικόςδιδακτικός
exemples
- διδακτικά μέσαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplπληθυντικός | Plural plLernmittelπληθυντικός | Plural pl
- Unterrichtsmethodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Unterrichtseinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples