„διαζύγιο“: ουδέτερο διαζύγιο [ðiaˈzijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Scheidung (Ehe-)Scheidungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαζύγιο διαζύγιο exemples παίρνω διαζύγιο sich scheiden lassen παίρνω διαζύγιο