διάλεξη
[ðiˈaleksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vortragαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάλεξηδιάλεξη
exemples
-
- διάλεξη προσκεκλημένου ομιλητήGastvorlesungθηλυκό | Femininum, weiblich fGastvortragαρσενικό | Maskulinum, männlich m