γρήγορος
[ˈɣriɣoros], γρήγορη, γρήγοροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schnellγρήγοροςγρήγορος
exemples
-
- γρήγορος δυνατός
- γρήγορη αναζήτησηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSchnellsuchlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples