„γκάφα“: θηλυκό γκάφα [ˈgafa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schnitzer, Fauxpas Schnitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκάφα Fauxpasαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκάφα γκάφα exemples κάνω γκάφα ins Fettnäpfchen treten κάνω γκάφα