„γεννήτορας“: αρσενικό γεννήτορας [jeˈnitoras]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Erzeuger Erzeugerαρσενικό | Maskulinum, männlich m γεννήτορας γεννήτορας exemples γεννήτορεςπληθυντικός | Plural pl Elternπληθυντικός | Plural pl γεννήτορεςπληθυντικός | Plural pl