Traduction Grec-Allemand de "γενική"

"γενική" - traduction Allemand

γενική
[jeniˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Genitivαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γενική γραμματική | Grammatikγραμμ
    γενική γραμματική | Grammatikγραμμ
γενική αμνηστείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gnadenerlassαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική αμνηστείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Großreinemachenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική επίθεσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αντικείμενο σε γενική
Genitivobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αντικείμενο σε γενική
γενική ανακαίνισηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalüberholungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική ανακαίνισηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανοιξιάτικη γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
Frühjahrsputzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ανοιξιάτικη γενική καθαριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική νικήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtsiegerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική νικήτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική διευθύντριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generaldirektorinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική διευθύντριαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική αντιπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalbevollmächtigteθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική αντιπρόσωποςθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική κατάταξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtwertungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική κατάταξηθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική συνέλευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hauptversammlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική συνέλευσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εποπτείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Oberaufsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εποπτείαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Generalsekretärinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamtbildουδέτερο | Neutrum, sächlich n
γενική εικόναθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινοβουλευτικής ομάδας
Fraktionsführerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική γραμματέαςθηλυκό | Femininum, weiblich f κοινοβουλευτικής ομάδας
γενική απεργία
Generalstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική απεργία
γενική επισκευήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Überholungθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική επισκευήθηλυκό | Femininum, weiblich f
γενική εντύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesamteindruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
γενική εντύπωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :