Traduction Grec-Allemand de "αντικείμενο"

"αντικείμενο" - traduction Allemand

αντικείμενο
[andiˈkjimeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Gegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αντικείμενο
    αντικείμενο
  • Objektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    αντικείμενο και | undκ. γραμματική | Grammatikγραμμ
    αντικείμενο και | undκ. γραμματική | Grammatikγραμμ
exemples
  • αντικείμενο ανταλλαγής
    Tauschobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    αντικείμενο ανταλλαγής
  • αντικείμενο απόδειξης νομικός όρος | Rechtswesenνομ
    Beweisgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αντικείμενο απόδειξης νομικός όρος | Rechtswesenνομ
  • αντικείμενο διαμάχης πολιτική | Politikπολιτ
    Konfliktherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αντικείμενο διαμάχης πολιτική | Politikπολιτ
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
διακοσμητικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Dekoartikelπληθυντικός | Plural pl
διακοσμητικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σεξουαλικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Lustobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σεξουαλικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορεύσιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelswareθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορεύσιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ταφικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Grabbeigabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ταφικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χρηστικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nutzgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χρηστικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
υαλοκεραμικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Glaskeramikθηλυκό | Femininum, weiblich f
υαλοκεραμικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άμεσο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n σε αιτιατική
Akkusativobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άμεσο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n σε αιτιατική
εμπορεύσιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Handelsgutουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορεύσιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
έμμεσο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Dativobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
έμμεσο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συλλεκτικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Sammlerstückουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συλλεκτικό αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ένα άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ein unbekanntes Flugobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ένα άγνωστο ιπτάμενο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
απολεσθέν αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fundgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
απολεσθέν αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πολύτιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Wertgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πολύτιμο αντικείμενοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :