„γέλιο“: ουδέτερο γέλιο [ˈjeʎo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lachen Lachenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γέλιο γέλιο exemples γέλια Gelächterουδέτερο | Neutrum, sächlich n Lacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m γέλια βάζω τα γέλια zu lachen anfangen βάζω τα γέλια