βροντώ
[vronˈdo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα/-ηξα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- knallenβροντώ βαρώ κάτι με δύναμηβροντώ βαρώ κάτι με δύναμη
- zuschlagenβροντώ πόρταβροντώ πόρτα
- zuknallenβροντώ τηλέφωνοβροντώ τηλέφωνο
- βροντώ ρίχνω με δύναμη κάτω
βροντώ
[vronˈdo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα/-ηξα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
βροντώ
[vronˈdo]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <-άς; -ησα/-ηξα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)